- συνθεατής
- συνθεᾱτής , συνθεατήςfellow-spectatormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθεατής — και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. συνθεάτρια, Α [συνθεῶμαι] 1. αυτός που κάθεται και παρακολουθεί θέατρο μαζί με άλλον 2. το θηλ. (για ηθοποιούς, μίμους) συνάδελφος ηθοποιός … Dictionary of Greek
συνθεατάς — συνθεᾱτά̱ς , συνθεατής fellow spectator masc acc pl συνθεᾱτά̱ς , συνθεατής fellow spectator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθεάτρια — ἡ, Α βλ. συνθεατής … Dictionary of Greek
συνθεαταί — συνθεᾱταί , συνθεατής fellow spectator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)